Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Deadlock
01
αδιέξοδο, ακινητοποίηση
a situation in which the parties involved do not compromise and therefore are unable to reach an agreement
Παραδείγματα
The peace talks ended in a deadlock with neither side willing to budge on their demands.
Οι ειρηνευτικές συνομιλίες κατέληξαν σε αδιέξοδο χωρίς καμία από τις δύο πλευρές να είναι διατεθειμένη να υποχωρήσει στις απαιτήσεις της.
Despite hours of debate, the committee hit a deadlock over the proposed changes to the policy.
Παρά ώρες συζήτησης, η επιτροπή έφτασε σε αδιέξοδο σχετικά με τις προτεινόμενες αλλαγές στην πολιτική.
Λεξικό Δέντρο
deadlock
dead
lock



























