Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
deadlocked
01
αδιέξοδο, σταματημένος
(of disagreements, disputes, etc.) unable to be settled because the parties involved do not compromise
Λεξικό Δέντρο
deadlocked
dead
locked
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αδιέξοδο, σταματημένος
Λεξικό Δέντρο
dead
locked