LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Deadpan
/dˈɛdpæn/
/ˈdɛdˌpæn/
Adjective (1)
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "deadpan"
deadpan
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
deliberately impassive in manner
deadpan
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
without betraying any feeling
word family
dead
pan
deadpan
deadpan
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
deadness
deadly sin
deadly
deadlocked
deadlock
deadwood
deae cellulose
deaerate
deaf
deaf as a post
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App