Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
cruelly
01
απάνθρωπα
in a deliberately hurtful or unkind way
Παραδείγματα
The captain cruelly punished the sailors for the smallest mistakes.
Ο καπετάνιος τιμώρησε απάνθρωπα τους ναύτες για τα μικρότερα λάθη.
She cruelly mocked her classmate in front of everyone.
Εκείνη απάνθρωπα κορόιδεψε τη συμμαθήτριά της μπροστά σε όλους.
1.1
σκληρά, αδίστακτα
in a way that causes pain, suffering, or disappointment
Παραδείγματα
Their dreams of victory were cruelly shattered in the final minutes of the match.
Τα όνειρά τους για νίκη απάνθρωπα καταστράφηκαν στα τελευταία λεπτά του αγώνα.
The storm cruelly destroyed the village just before the harvest.
Η καταιγίδα απάνθρωπα κατέστρεψε το χωριό λίγο πριν από τη συγκομιδή.



























