Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pitilessly
01
ανελέητα, χωρίς έλεος
in a way that lacks compassion or sympathy
Παραδείγματα
The storm pitilessly battered the small fishing boat.
Η καταιγίδα αμείλικτα χτύπησε το μικρό ψαροκάικο.
He was pitilessly mocked for his nervous stutter.
Γελοιοποιήθηκε αδίστακτα για το νευρικό του τραύλισμα.
Λεξικό Δέντρο
pitilessly
pitiless
pity



























