Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pitiable
01
οικτρός, θλιβερός
so poor that one can be sorry for
02
οικτρός, αξιολύπητος
making one feel sorry for someone or something that seems unworthy of respect or consideration
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
οικτρός, θλιβερός
οικτρός, αξιολύπητος