Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pitiless
01
ανελέητος, άπονος
having no sense of mercy
Παραδείγματα
The pitiless ruler showed no concern for his people's suffering.
Ο άπονος ηγεμόνας δεν έδειξε καμία ανησυχία για τα βάσανα του λαού του.
She gave a pitiless reply to his heartfelt confession.
Έδωσε μια αμείλικτη απάντηση στην ειλικρινή του ομολογία.
02
ανελέητος, αδίστακτος
not showing any compassion or kindness
Λεξικό Δέντρο
pitilessly
pitilessness
pitiless
pity



























