Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pitiful
01
οικτρός, άθλιος
bad; unfortunate
02
αξιολύπητος, θλιβερός
deserving of sympathy or disappointment due to being in a poor and unsatisfactory condition
Παραδείγματα
The stray dog 's pitiful condition broke my heart.
Η οικτρή κατάσταση του αδέσποτου σκύλου μου έσπασε την καρδιά.
The soldier 's pitiful injuries were a reminder of the harsh battles.
Οι οικτρές πληγές του στρατιώτη ήταν υπενθύμιση των σκληρών μαχών.
Λεξικό Δέντρο
pitifully
pitiful
pity



























