Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
deplorable
01
επονείδιστος, αξιοθρήνητος
disgraceful to the extent that it warrants severe disapproval
Παραδείγματα
The politician 's deplorable remarks sparked outrage across the country.
Οι αξιοθρήνητες παρατηρήσεις του πολιτικού προκάλεσαν οργή σε όλη τη χώρα.
Their treatment of the elderly was deplorable and inhumane.
Η συμπεριφορά τους προς τους ηλικιωμένους ήταν αξιοθρήνητη και απάνθρωπη.
Παραδείγματα
The hotel room was in deplorable condition — filthy and falling apart.
Το δωμάτιο του ξενοδοχείου ήταν σε αξιοθρήνητη κατάσταση — βρώμικο και καταρρέον.
Her essay was deplorable, riddled with errors and lacking structure.
Το δοκίμιό της ήταν αξιοθρήνητο, γεμάτο λάθη και χωρίς δομή.
Λεξικό Δέντρο
deplorably
deplorable
deplore



























