Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ruthlessly
01
αδίστακτα, ανελέητα
in a way that shows no pity, compassion, or mercy
Παραδείγματα
The dictator ruled ruthlessly, crushing all opposition.
Ο δικτάτορας κυβέρνησε αδίστακτα, συντρίβοντας κάθε αντιπολίτευση.
She pursued her goals ruthlessly, ignoring anyone who stood in her way.
Κυνηγούσε τους στόχους της αδίστακτα, αγνοώντας όποιον στέκονταν στο δρόμο της.
Λεξικό Δέντρο
ruthlessly
ruthless
ruth



























