Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Crankshaft
01
στροφαλοφόρος άξονας, άξονας μανιβέλας
a shaft that converts the up and down motion of the pistons into rotational motion
Παραδείγματα
The crankshaft was damaged and needed replacement.
Ο στροφαλοφόρος άξονας ήταν κατεστραμμένος και χρειαζόταν αντικατάσταση.
She checked the crankshaft for any signs of wear.
Ελέγξει τον στροφαλοφόρο άξονα για τυχόν σημάδια φθοράς.



























