Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Crape
01
κρέπα, ελαφρύ λεπτό ύφασμα με τσαλακωμένη επιφάνεια
a soft thin light fabric with a crinkled surface
02
κρέπα, λεπτή τηγανίτα
small very thin pancake
to crape
01
σγουραίνω, στριφογυρίζω
curl tightly
02
κυρτώνω, τσαλακώνω
an African shrike
03
καλύπτω με κρέπα, στολίζω με κρέπα
cover or drape with crape



























