Controlling
volume
British pronunciation/kəntɹˈə‍ʊlɪŋ/
American pronunciation/kənˈtɹoʊɫɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "controlling"

controlling
01

able to control or determine policy

controlling

adj

control

v
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store