Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
contumacious
01
ανυπότακτος, απείθαρχος
openly defiant of rules, orders, or control
Παραδείγματα
Contumacious tenants ignored eviction notices and continued to occupy the property.
Οι ανυπότακτοι ενοικιαστές αγνόησαν τις ειδοποιήσεις έξωσης και συνέχισαν να καταλαμβάνουν την ιδιοκτησία.
His contumacious attitude made him a constant challenge for his superiors.
Η ανυπότακτη συμπεριφορά του τον έκανε μια συνεχή πρόκληση για τους ανωτέρους του.
Λεξικό Δέντρο
contumaciously
contumacious
contumacy



























