Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
contumelious
01
υβριστικός, καταφρονητικός
treating somebody rudely in order to belittle them
Λεξικό Δέντρο
contumeliously
contumelious
contumely
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
υβριστικός, καταφρονητικός
Λεξικό Δέντρο