Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
confusing
01
μπερδεμένος, ασαφής
not clear or easily understood
Παραδείγματα
The instructions for assembling the furniture were confusing and led to several mistakes.
Οι οδηγίες για τη συναρμολόγηση των επίπλων ήταν μπερδεμένες και οδήγησαν σε πολλά λάθη.
The new tax laws are so confusing that even experts are having trouble deciphering them.
Οι νέοι φορολογικοί νόμοι είναι τόσο μπερδεμένοι που ακόμα και οι ειδικοί δυσκολεύονται να τους αποκωδικοποιήσουν.
Λεξικό Δέντρο
confusingly
confusing
confuse



























