Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
cryptical
01
αινιγματικός, μυστηριώδης
mysterious or hard to understand
Παραδείγματα
The cryptical letter left everyone wondering about its true purpose.
Το αινιγματικό γράμμα άφησε όλους να αναρωτιούνται για τον πραγματικό του σκοπό.
His cryptical glance suggested he knew something no one else did.
Το αινιγματικό του βλέμμα υπονοούσε ότι ήξερε κάτι που κανείς άλλος δεν ήξερε.
02
κρυπτικός, αινιγματικός
having a secret or hidden meaning
Λεξικό Δέντρο
cryptically
cryptical
crypt



























