cryptical
cryp
ˈkrɪp
κριπ
ti
τι
cal
kəl
καλ
British pronunciation
/kɹˈɪptɪkəl/

Ορισμός και σημασία του "cryptical"στα αγγλικά

01

αινιγματικός, μυστηριώδης

mysterious or hard to understand
cryptical definition and meaning
example
Παραδείγματα
The cryptical letter left everyone wondering about its true purpose.
Το αινιγματικό γράμμα άφησε όλους να αναρωτιούνται για τον πραγματικό του σκοπό.
His cryptical glance suggested he knew something no one else did.
Το αινιγματικό του βλέμμα υπονοούσε ότι ήξερε κάτι που κανείς άλλος δεν ήξερε.
02

κρυπτικός, αινιγματικός

having a secret or hidden meaning
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store