Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Crypt
01
κρύπτη, υπόγειος τάφος
a room that is beneath the floor of a church and was mostly used for burying the dead in the past
Λεξικό Δέντρο
cryptic
cryptical
decrypt
crypt
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κρύπτη, υπόγειος τάφος
Λεξικό Δέντρο