baffling
ba
ˈbæ
μπαι
ff
φα
ling
lɪng
λινγκ
British pronunciation
/bˈæflɪŋ/

Ορισμός και σημασία του "baffling"στα αγγλικά

01

σαστιστικός, περίπλοκος

causing confusion or bewilderment due to being difficult to understand or explain
example
Παραδείγματα
The sudden change in his attitude was completely baffling.
Η ξαφνική αλλαγή στη συμπεριφορά του ήταν εντελώς σαστιστική.
The detective found the lack of evidence in the case baffling.
Ο ντετέκτιβ βρήκε την έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων στην υπόθεση μπερδεμένη.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store