Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
baffling
01
σαστιστικός, περίπλοκος
causing confusion or bewilderment due to being difficult to understand or explain
Παραδείγματα
The sudden change in his attitude was completely baffling.
Η ξαφνική αλλαγή στη συμπεριφορά του ήταν εντελώς σαστιστική.
The detective found the lack of evidence in the case baffling.
Ο ντετέκτιβ βρήκε την έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων στην υπόθεση μπερδεμένη.
Λεξικό Δέντρο
baffling
baffle



























