Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Confusedness
01
σύγχυση, αμηχανία
a mental state characterized by a lack of clear and orderly thought and behavior
Λεξικό Δέντρο
confusedness
confused
confuse
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
σύγχυση, αμηχανία
Λεξικό Δέντρο