Confounding
volume
British pronunciation/kənfˈa‍ʊndɪŋ/
American pronunciation/kənˈfaʊndɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "confounding"

confounding
01

causing bewilderment or surprise

con
found

confounding

adj

confound

v
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store