Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to concuss
01
ζαλίζω, αναισθητοποιώ
to forcefully smack someone on the head and make them temporarily unconscious or confused
02
κλονίζω βίαια, δονώ
shake violently
Λεξικό Δέντρο
concussed
concussion
concuss
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ζαλίζω, αναισθητοποιώ
κλονίζω βίαια, δονώ
Λεξικό Δέντρο