Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
concussed
01
ζαλισμένος, λιποθυμισμένος
temporarily dizzy or unconscious after a bump, blow, or jolt to the head
Λεξικό Δέντρο
concussed
concuss
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ζαλισμένος, λιποθυμισμένος
Λεξικό Δέντρο