Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Condemned
01
καταδικασμένος, καταδικασμένος σε θάνατο
someone who has been officially sentenced to death
Παραδείγματα
The condemned waited in their prison cells.
Οι καταδικασμένοι περίμεναν στα κελιά τους.
The law offers few appeals for the condemned.
Ο νόμος προσφέρει λίγες προσφυγές για τους καταδικασμένους.



























