Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
snoozeworthy
01
υπνωτικός, βαρετός
extremely boring or uninteresting
Παραδείγματα
The lecture was snoozeworthy; half the class fell asleep.
Η διάλεξη ήταν βαρετή; το μισό τμήμα κοιμήθηκε.
That movie is snoozeworthy; do n't waste your time.
Αυτή η ταινία είναι βαρετή ; μην σπαταλάς το χρόνο σου.



























