LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Snoring
/snˈɔːɹɪŋ/
/ˈsnɔɹɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "snoring"
Snoring
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
ρόγχος
the act of snoring or producing a snoring sound
snore
stertor
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App