Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
clunky
01
αδέξιος, δυσκίνητος
lacking grace in movement or posture
02
που κάνει ένα θολό θόρυβο, παράγοντας μεταλλικό ήχο
making a clunking sound
Λεξικό Δέντρο
clunky
clunk
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αδέξιος, δυσκίνητος
που κάνει ένα θολό θόρυβο, παράγοντας μεταλλικό ήχο
Λεξικό Δέντρο