Cloistered
volume
British pronunciation/klˈɔ‍ɪstəd/
American pronunciation/ˈkɫɔɪstɝd/

Ορισμός και Σημασία του "cloistered"

cloistered
01

providing privacy or seclusion

02

of communal life sequestered from the world under religious vows

download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store