
Αναζήτηση
causative
01
αιτιολογικός, προκαλών
being the reason behind the occurrence of something
Example
The doctor explained that smoking is a causative factor in many respiratory diseases.
Ο γιατρός εξήγησε ότι το κάπνισμα είναι αιτιολογικός παράγοντας σε πολλές αναπνευστικές ασθένειες.
Researchers are investigating the causative link between air pollution and asthma in children.
Οι ερευνητές εξερευνούν τον αιτιολογικό σύνδεσμο μεταξύ της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και του άσθματος στα παιδιά.