causation
cau
ˌkɔ
κο
sa
ˈzeɪ
ζει
tion
ʃən
σαν
British pronunciation
/kɔːsˈe‍ɪʃən/

Ορισμός και σημασία του "causation"στα αγγλικά

01

αιτιότητα, αιτία

the action or process of causing a particular thing
example
Παραδείγματα
The study focused on the causation of climate change by human activities.
Η μελέτη επικεντρώθηκε στην αιτιότητα της κλιματικής αλλαγής από τις ανθρώπινες δραστηριότητες.
The detective sought evidence of causation to solve the mysterious crime.
Ο ντετέκτιβ αναζήτησε αποδείξεις αιτιότητας για να λύσει το μυστηριώδες έγκλημα.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store