causality
cau
ˌkɔ
κο
sa
ˈzɑ
ζα
li
λι
ty
ti
τι
British pronunciation
/kɔːsˈælɪti/

Ορισμός και σημασία του "causality"στα αγγλικά

01

αιτιότητα, σχέση αιτίου-αποτελέσματος

the relationship between a cause and its effect
example
Παραδείγματα
Researchers explored the causality between smoking and lung cancer.
Οι ερευνητές εξέτασαν την αιτιότητα μεταξύ του καπνίσματος και του καρκίνου του πνεύμονα.
The study aimed to establish the causality of the new treatment's effectiveness.
Η μελέτη είχε ως στόχο να καθορίσει την αιτιότητα της αποτελεσματικότητας της νέας θεραπείας.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store