Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Causality
01
αιτιότητα, σχέση αιτίου-αποτελέσματος
the relationship between a cause and its effect
Παραδείγματα
Researchers explored the causality between smoking and lung cancer.
Οι ερευνητές εξέτασαν την αιτιότητα μεταξύ του καπνίσματος και του καρκίνου του πνεύμονα.
The study aimed to establish the causality of the new treatment's effectiveness.
Η μελέτη είχε ως στόχο να καθορίσει την αιτιότητα της αποτελεσματικότητας της νέας θεραπείας.
Λεξικό Δέντρο
causality
causal
cause



























