Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
swole
01
μυώδης, πρησμένος
significantly enlarged or heavily muscular, typically due to intense physical exercise or bodybuilding
Παραδείγματα
After months of intense training and strict dieting, he became incredibly swole, impressing everyone at the gym.
Μετά από μήνες εντατικής προπόνησης και αυστηρής δίαιτας, έγινε απίστευτα μυώδης, εντυπωσιάζοντας όλους στο γυμναστήριο.
The bodybuilder 's swole arms were the result of years of dedicated weightlifting.
Τα μυώδη χέρια του μπόντιμπίλντερ ήταν το αποτέλεσμα χρόνων αφοσιωμένης άρσης βαρών.



























