LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Swole
/swˈəʊl/
/swˈoʊl/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "swole"
swole
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
άτομο με μεγάλο και μυώδες σώμα
significantly enlarged or heavily muscular, typically due to intense physical exercise or bodybuilding
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App