Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
egregiously
01
φρικτά, σκανδαλωδώς
in a manner that is extremely and shockingly bad or offensive
Παραδείγματα
The error in the report was made egregiously, leading to serious consequences.
Το λάθος στην αναφορά έγινε κατά τρόπο εξωφρενικό, οδηγώντας σε σοβαρές συνέπειες.
The violation of human rights was committed egregiously, prompting international outcry.
Η παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων διέπραχθηκε κατά τρόπο εξωφρενικό, προκαλώντας διεθνές οίκτο.
Λεξικό Δέντρο
egregiously
egregious



























