Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
barefacedly
01
αναιδώς, αξιοντροπιαστικά
in a boldly shameless or brazen way, without trying to hide wrongdoing or dishonesty
Παραδείγματα
He barefacedly lied to the entire board without blinking.
Αυτός προκλητικά είπε ψέματα σε ολόκληρο το διοικητικό συμβούλιο χωρίς να ανοιγοκλείσει.
The politician barefacedly denied involvement despite clear evidence.
Ο πολιτικός προκλητικά αρνήθηκε την εμπλοκή παρά τα σαφή στοιχεία.
Λεξικό Δέντρο
barefacedly
barefaced



























