Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
flagrantly
01
εμφανώς, αναιδώς
in an openly and shockingly offensive or wrong way
Παραδείγματα
She flagrantly disregarded the law in front of the police.
Αγνόησε επιδεικτικά τον νόμο μπροστά στην αστυνομία.
The player flagrantly fouled his opponent and was ejected.
Ο παίκτης κατάφωρα έκανε φάουλ στον αντίπαλό του και αποβλήθηκε.
Λεξικό Δέντρο
flagrantly
flagrant



























