Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Flak
01
αντιαεροπορική πυροβολική, άμυνα εναντίον αεροσκαφών
artillery designed to shoot upward at airplanes
02
έντονη κριτική, πυκνό πυρ
intense adverse criticism
03
ένας ομαλός εκπρόσωπος που μπορεί να μετατρέψει κάθε κριτική σε πλεονέκτημα για τον εργοδότη του, ένας πονηρός εκπρόσωπος που μπορεί να γυρίσει κάθε κριτική υπέρ του εργοδότη του
a slick spokesperson who can turn any criticism to the advantage of their employer
04
κριτική, επίπληξη
strong criticism or reprimand, often for something perceived as wrong or controversial
Παραδείγματα
He took a lot of flak for missing the important meeting.
Έλαβε πολλή κριτική γιατί δεν πήγε στη σημαντική συνάντηση.
She got flak from her friends after making that comment.
Έλαβε κριτική από τους φίλους της μετά από αυτό το σχόλιο.
Λεξικό Δέντρο
flaky
flak



























