Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
blatantly
01
αναιδώς, προκλητικά
in an open and unashamed way, especially when violating rules or norms
Παραδείγματα
He blatantly lied to the manager about finishing the project.
Αυτός προκλητικά είπε ψέματα στον διευθυντή σχετικά με την ολοκλήρωση του έργου.
The company blatantly ignored safety regulations despite repeated warnings.
Η εταιρεία προκλητικά αγνόησε τους κανονισμούς ασφαλείας παρά τις επαναλαμβανόμενες προειδοποιήσεις.
Λεξικό Δέντρο
blatantly
blatant
blat



























