Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
blasted
01
κατάρατος, παλιάνθρωπος
expletives used informally as intensifiers
02
μεθυσμένος, μπουρμενού
extremely drunk or intoxicated
Παραδείγματα
He got blasted at the party last night.
Μαστουρώθηκε στο πάρτι χθες το βράδυ.
She was so blasted, she could hardly walk home.
Ήταν τόσο μεθυσμένη, που μόλις και μετά βίας μπορούσε να περπατήσει σπίτι.
Λεξικό Δέντρο
blasted
blast



























