Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
egregious
01
εμφανής, σκανδαλώδης
bad in a noticeable and extreme way
Παραδείγματα
Her egregious behavior at the party embarrassed everyone who attended.
Η εξώφθαλμη συμπεριφορά της στο πάρτι ντρόπιασε όλους τους παρευρισκόμενους.
The egregious mistake in the report led to serious consequences for the company.
Το εμφανές λάθος στην αναφορά οδήγησε σε σοβαρές συνέπειες για την εταιρεία.
Λεξικό Δέντρο
egregiously
egregious



























