Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
workable
01
εφαρμόσιμος, πρακτικός
(of a plan or method) realistic or practical enough to be effective
Παραδείγματα
After reviewing the proposal, they decided it was a workable solution to the issue at hand.
Μετά από την εξέταση της πρότασης, αποφάσισαν ότι ήταν μια εφαρμόσιμη λύση στο πρόβλημα.
The team found a workable approach to the project, despite the limited resources.
Η ομάδα βρήκε μια εφαρμόσιμη προσέγγιση για το έργο, παρά τους περιορισμένους πόρους.
Λεξικό Δέντρο
unworkable
workable
work



























