Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Workaholic
01
εργασιομανής, εργομανής
a person who works compulsively and finds it hard to stop working to do other things
Παραδείγματα
He ’s a workaholic, often staying at the office late into the night.
Είναι ένας εργομανής, συχνά μένει στο γραφείο μέχρι αργά τη νύχτα.
Being a workaholic can lead to burnout if you're not careful.
Το να είσαι εργομανής μπορεί να οδηγήσει σε εξουθένωση αν δεν είσαι προσεκτικός.



























