Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
well-endowed
01
καλοδωρημένη, πλούσια σωματικά
(of a woman) having a large and attractive physical feature, such as a full bust or a muscular physique
02
καλά προικισμένος, πλούσια προικισμένος
having a large amount of something, especially money, resources, or financial support
Παραδείγματα
The university is well-endowed, receiving generous donations from alumni.
Το πανεπιστήμιο είναι καλά προικισμένο, λαμβάνοντας γενναιόδωρες δωρεές από αποφοίτους.
The charity is well-endowed, allowing it to fund many important programs.
Η φιλανθρωπική οργάνωση είναι καλά προικισμένη, επιτρέποντάς της να χρηματοδοτεί πολλά σημαντικά προγράμματα.



























