weakly
weak
ˈwik
ουικ
ly
li
λι
British pronunciation
/wˈiːkli/

Ορισμός και σημασία του "weakly"στα αγγλικά

01

αδύναμα, κουρασμένα

in a physically feeble manner
weakly definition and meaning
example
Παραδείγματα
He nodded weakly before collapsing onto the couch.
Έγνεψε αδύναμα πριν καταρρεύσει στον καναπέ.
She spoke so weakly that I had to lean in to hear her.
Μίλησε τόσο αδύναμα που έπρεπε να γείρω για να την ακούσω.
1.1

αδύναμα

in a timid or irresolute manner
example
Παραδείγματα
They weakly objected to the new rule but eventually gave in.
Αντέτειναν αδύναμα στον νέο κανόνα αλλά τελικά υποχώρησαν.
He weakly agreed to the terms, despite his doubts.
Συμφώνησε αδύναμα με τους όρους, παρά τις αμφιβολίες του.
1.2

αδύναμα, με μη πειστικό τρόπο

in an unconvincing or poorly supported way
example
Παραδείγματα
The theory is weakly backed by the data.
Η θεωρία υποστηρίζεται αδύναμα από τα δεδομένα.
He weakly explained his lateness with a vague excuse.
Αδύναμα εξήγησε την αργοπορία του με μια αόριστη δικαιολογία.
01

αδύναμος, ευάλωτος

physically frail or lacking in strength or vitality
weakly definition and meaning
example
Παραδείγματα
She was a weakly child and missed many days of school.
Ήταν ένα αδύναμο παιδί και έχασε πολλές μέρες σχολείου.
They took in the weakly kittens and nursed them back to health.
Πήραν τα αδύναμα γατάκια και τα φρόντισαν μέχρι να γίνουν πάλι υγιή.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store