Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
blithe
01
απερίσκεπτος, ελαφρός
acting in a careless way without much thought about consequences
Παραδείγματα
The politician responded to the crisis with a blithe air, seemingly unfazed by the gravity of the situation.
Ο πολιτικός απάντησε στην κρίση με μια αδιάφορη ατμόσφαιρα, φαινόμενος ατάραχος από τη σοβαρότητα της κατάστασης.
She acted with a blithe disregard for the potential consequences of her actions.
Ενεργούσε με μια απερίσκεπτη αδιαφορία για τις πιθανές συνέπειες των πράξεών της.
02
ανέμελος, χαρούμενος
appearing cheerfully untroubled by problems or difficulties
Παραδείγματα
She danced across the garden with a blithe spirit, laughing merrily without a care in the world.
Χόρεψε σε όλο τον κήπο με ένα ανέμελο πνεύμα, γελώντας χαρούμενα χωρίς καμία ανησυχία στον κόσμο.
His blithe personality made him seem perpetually cheerful, as if no trouble could dampen his mood.
Η ανέμελη προσωπικότητά του τον έκανε να φαίνεται διαρκώς ευδιάθετος, σαν να μην μπορούσε κανένα πρόβλημα να χαλάσει τη διάθεσή του.
Λεξικό Δέντρο
blithely
blitheness
blithe



























