Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Blissfulness
01
ευδαιμονία, ευτυχία
a state of extreme happiness, joy, or contentment
Παραδείγματα
The newlyweds basked in the blissfulness of their honeymoon, surrounded by love and happiness.
Οι νεόνυμφοι απολάμβαναν την ευδαιμονία του μήνα του μέλιτός τους, περιβαλλόμενοι από αγάπη και ευτυχία.
As the sun set over the ocean, she felt a sense of blissfulness, appreciating the beauty of the moment.
Καθώς ο ήλιος έδυε πάνω από τον ωκεανό, ένιωσε μια αίσθηση ευδαιμονίας, εκτιμώντας την ομορφιά της στιγμής.
Λεξικό Δέντρο
blissfulness
blissful
bliss



























