Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unsupported
01
αβάσιμος, αστήρικτος
lacking facts, evidence, or reasoning to validate
Παραδείγματα
The unsupported argument failed to persuade anyone.
Το αστήριχτο επιχείρημα απέτυχε να πείσει κανέναν.
The claim was unsupported by any reliable sources.
Ο ισχυρισμός δεν υποστηρίχθηκε από αξιόπιστες πηγές.
02
μη υποστηριζόμενο
not sustained or maintained by nonmaterial aid
Λεξικό Δέντρο
unsupported
supported
support



























