Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unsurpassed
01
απαράμιλλος, ανυπέρβλητος
not exceeded by anything or anyone else
Παραδείγματα
The chef 's culinary skills were unsurpassed, creating dishes that delighted the most discerning palates.
Οι γαστρονομικές ικανότητες του σεφ ήταν απαράμιλλες, δημιουργώντας πιάτα που ευχαριστούσαν τα πιο απαιτητικά γούστα.
The athlete 's dedication to training led to unsurpassed performance, setting records that stood unbroken for years.
Η αφοσίωση του αθλητή στην προπόνηση οδήγησε σε απαράμιλλη απόδοση, θέτοντας ρεκόρ που παρέμειναν ακατάρριπτα για χρόνια.



























