Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unspoilt
01
αμόλυντος, ανέπαφος
remaining in a natural or original state without any alteration, damage, or decay
Παραδείγματα
They visited an unspoilt village in the mountains, free from tourism.
Επισκέφτηκαν ένα αμόλυντο χωριό στα βουνά, ελεύθερο από τουρισμό.
The area remained unspoilt by modern development and had a tranquil charm.
Η περιοχή παρέμεινε αμόλυντη από τη σύγχρονη ανάπτυξη και είχε μια γαλήνια γοητεία.



























