LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Unspoilt
/ʌnspˈɔɪlt/
/ʌnspˈɔɪlt/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "unspoilt"
unspoilt
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
απείραχτος
remaining in a natural or original state without any alteration, damage, or decay
good
unspoiled
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App