Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unspeakable
01
ανείπωτος, ανεκφραστος
impossible to be described or expressed in words
Παραδείγματα
The beauty of the sunset over the ocean was so breathtaking that it left me in a state of unspeakable awe.
Η ομορφιά του ηλιοβασιλέματος πάνω από τον ωκεανό ήταν τόσο εντυπωσιακή που με άφησε σε μια κατάσταση ανείπωτου δέους.
In that moment, the quiet serenity of the forest enveloped her, leaving her with an unspeakable peace.
Εκείνη τη στιγμή, η ήρεμη γαλήνη του δάσους την τυλίγει, αφήνοντάς την με μια ανείπωτη ειρήνη.
02
ανείπωτος, αποτύπωτος
extremely bad or shocking to the extent that one cannot talk about it
Παραδείγματα
The unspeakable tragedy of the terrorist attack shook the city to its core, leaving a lasting impact on the collective consciousness.
Η ανείπωτη τραγωδία της τρομοκρατικής επίθεσης σάλευε την πόλη μέχρι τα θεμέλιά της, αφήνοντας μια διαρκή επίδραση στη συλλογική συνείδηση.
A veil of silence draped over the survivors, their eyes haunted by memories of the unspeakable horrors they had endured.
Ένα πέπλο σιωπής σκέπασε τους επιζώντες, τα μάτια τους στοιχειωμένα από τις αναμνήσεις των ανείπωτων φρικτών που είχαν υποστεί.
03
ανείπωτος, ανεκφράσιμος
too sacred to be uttered



























